- ρουσφετολόγος
- ο , ρουσφετολόγά η1) взяткодатель; 2) взяточник,-ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουσφετολόγος — ο θηλ. α αυτός που επιδιώκει ή κάνει ρουσφέτια: Ο υπουργός αυτός υπήρξε ονομαστός ρουσφετολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουσφετολόγος — ο, θηλ. ρουσφετολόγα, Ν αυτός που κάνει ρουσφέτια ή που επιδιώκει ρουσφέτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφέτι + λόγος*. Η λ., στον πληθ. ρουσφετολόγοι, μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ρουσφετολογία — η Ν η επιδίωξη ή παροχή ρουσφετιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ρουσφετολογικός — ή, ό, Ν [ρουσφετολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρουσφετολογία ή στον ρουσφετολόγο … Dictionary of Greek
ρουσφετολογώ — Ν κάνω ή επιδιώκω ρουσφέτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φατριαστής — ο αυτός που φατριάζει, που κομματίζεται, που μεροληπτεί, ο ρουσφετολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)